- επωαστικός
- -ή, -ό (AM ἐπωαστικός, -ή, -όν) [επωάζω]1. αυτός που αναφέρεται στην επώαση («επωαστικό μέσο»)2. αυτός που επωάζει («επωαστικά πουλιά»)3. φρ. «επωαστική μηχανή» — επωαστήραςαρχ.(για πτηνά) αυτός που επιθυμεί να επωάσει.
Dictionary of Greek. 2013.